Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Μια "βασίλισσα" γεμάτη συναισθήματα


 
Το να γράψω τις εντυπώσεις μου για ένα cd που κυκλοφόρησε σχεδόν 11 μήνες πριν, ξέρω ότι δε θα μου ‘προσθέσει πόντους’ απέναντι στα ‘ειδησεογραφικά’ μπλογκ. Δεν πειράζει, είναι προφανές ότι δεν έχω πρόθεση να τα ανταγωνιστώ.

Ομολογώ, επίσης, ότι τον John Grant δεν τον γνώριζα και πιθανώς να μην τον μάθαινα ποτέ μου, αν το περιοδικό Μοjo δεν ανακήρυσσε το Queen of Denmark (Bella Union, Απρίλιος 2010) άλμπουμ της χρονιάς που πέρασε (ένας ακόμα λόγος που ανυπομονώ κάθε Δεκέμβρη για τις λίστες-ανασκοπήσεις,  για την πιθανότητα να μου φανερώσουν κρυμμένους ‘θησαυρούς’).

Ο σχεδόν συνομίληκός μου (μάλλον το μόνο κοινό μας σημείο) Grant από το Ντένβερ του Koλοράντο ήταν ο ηγέτης των -εξίσου άγνωστων σε μένα- The Czars, το alt-rock των οποίων διαβάζω ότι γνώρισε σχετική καλλιτεχνική επιτυχία (για εμπορική, ας μην το συζητήσουμε), στα τέλη του περασμένου αιώνα, μέχρι τη διάλυσή τους το 2004. Ο Grant, απογοητευμένος,  αφού περιπλανήθηκε σε διαφόρου τύπου καταχρήσεις και ‘φλερτάρισε’ με την αυτοκτονία, ευτύχησε να τον ‘μαζέψουν’ τα φιλαράκια του οι Τεξανοί Midlake και να τον συνεφέρουν, συμπεριλαμβάνοντάς τον και στις συναυλίες τους. Όταν, λοιπόν, ο Grant πήρε τα πάνω του κι άρχισε να ξαναγράφει, οι Midlake τον έπεισαν να ηχογραφήσει τα τραγούδια του στο στούντιο τους και προθυμοποιήθηκαν να τον συνοδέψουν στα όργανα.  Kι έτσι εγένετο ένας από τους όμορφους δίσκους που έχω ακούσει τελευταία.

Ο Grant περνά από το ‘παλιομοδίτικο’ σοφτ ροκ  στη ρομαντική μπαλάντα και από κει στην σατυρική, αυτοσαρκαστική ποπ με τέτοια ευκολία που στην αρχή αναρωτιέσαι αν κάποιος άλλαξε το cd ενώ εσύ κοιτούσες αλλού. Όμως, η  βαριά, γεμάτη χρώμα και συναίσθημα φωνή του, γρήγορα διαλύει κάθε αμφιβολία. Είναι ο ίδιος τύπος, που μιλά  τη μια στιγμή για  τη χαμένη αγάπη, τη μοναξιά και την ανάγκη για ένταξη στο ‘αφιλόξενο’ κοινωνικό περιβάλλον, και την άλλη, για τις μικρές χαρές της ζωής και τον άνευ όρων έρωτα.

Ξεκινώντας το“TC and honeybear” νομίζεις ότι απο στιγμή σε στιγμή θ’ακούσεις τον Harry Nilsson από τον “Καουμπόυ του Μεσονυχτίου”. Το “Marz” είναι μια πανέμορφη φολκ μελωδία για το αγαπημένο στέκι των παιδικών χρόνων – ένα μαγαζί με ζαχαρωτά, που έχει από καιρό κλείσει.    

Στο “Where dreams go to die”, μια υπέροχη μελαγχολική μπαλάντα, απλά απολαμβάνεις τη φωνή του Grant σε όλο της το μεγαλείο. ToChicken Bones” είναι ένα ποπ κομμάτι στο ύφος του Beck, με…έντονη ροκ διάθεση, καθώς ο Grant ξεσπά εναντίον όσων προσπαθούν να του κάνουν τη ζωή δύσκολη.

Σ’έναν…ιδανικό κόσμο, το “Silver Platter Club” θα γινόταν ύμνος όλων εκείνων που δεν μπόρεσαν ν’ανταποκριθούν στα πρότυπα που έθεσε ο περίγυρός τους – χωρίς να τους ρωτήσει.

Η μελωδία του “Jesus hates faggots” μπορεί να θυμίζει έντονα Randy Newman, αλλά οι στίχοι του είναι τόσο σκληροί που το στομάχι σου δένεται κόμπος.

Το Caramel είναι νομίζω το δεύτερο πιο αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου. Μια μαγευτική μπαλάντα, αφιερωμένη προφανώς στο μεγάλο του έρωτα. Η φωνή του Grant φέρνει στον νου τον Αnthony και είναι το ίδιο σπαρακτική.

Το ομώνυμο κομμάτι  του album είναι το τελευταίο, αλλά έμελλε να είναι αυτό που θα…λιώσω πρώτο. Ο Grant χτυπά με πείσμα τα πλήκτρα του πιάνου και ‘εκδικείται’ τον πρώην σύντροφο του, στον οποίον ήταν τόσο προσκολλημένος που ο χωρισμός τους τον έχει διαλύσει. Οι εναλλαγές στην ένταση και η ωμή εξιστόρηση της ζοφερής σχέσης σου κόβουν την ανάσα.  Το ιδανικό φινάλε για ένα album γεμάτο συναισθήματα, μερικές φορές αντικρουόμενα, αλλά πάντα αληθινά.    

****


2 σχόλια:

  1. Καταπληκτικό cd, ακόμα καλύτερη παρουσίαση.

    Και μόνο για τις πρώτες νότες του "Where dreams go to die" άξιζε η αγορά τoυ.

    Σπαρακτικό και το video....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ, χαίρομαι που σ'άρεσε.

    Μακάρι να τον δούμε κι εδώ 'ζωντανό'.

    ΑπάντησηΔιαγραφή