Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Ευτυχισμένα Γενέθλια, Kαράτε Κιντ...

Σήμερα ο Καράτε Κιντ -κατά κόσμον Ραλφ Μάκιο- έχει γενέθλια. Κλείνει τα 50 του χρόνια. Η είδηση αυτή αποδεικνύει ότι μια φαινομενικά άχρηστη πληροφορία την οποία μαθαίνεις κατά τύχη, μπορεί να σου χαλάσει τη διάθεση όλης της μέρας ή και όλου του σαββατοκύριακου ακόμα - αυτό μένει να αποδειχθεί. Γιατί;

Επειδή, αυτομάτως σχεδόν, συνειδητοποιείς πόσο έχεις μεγαλώσει εσύ. Αν ο Καράτε Κιντ πενηντάρισε, τότε εσύ, που όταν τον είχες πρωτοδεί στην ταινία τον είχες θεωρήσει σχεδόν συνομηλικό σου, πρέπει, που να πάρει ο διάολος, στην καλύτερη περίπτωση να τα πλησιάζεις! Ευτυχώς που τότε εκείνος μικρόδειχνε σε προκλητικό βαθμό, και ενώ έπαιζε τον γυμνασιόπαιδα, στην πραγματικότητα είχε αποφοιτήσει από το κολλέγιο και είχε προλάβει να συμμετάσχει και σε 3-4 ταινίες. 

Τo Karate Kid το πρωτοείδα σε θερινό σινεμά γνωστού 'θερέτρου' της Αττικής. Είχα ενθουσιασθεί τόσο πολύ που εκείνο το βράδυ σχεδόν δεν κοιμήθηκα. Τις επόμενες εβδομάδες το ξαναείδα τόσες φορές που είχα σχεδόν μάθει τους διαλόγους απέξω - το soundtrack δε, το είχα 'λιώσει'. Ζούσα εκείνη την ηλικία όπου όλα ακόμα ήταν πιθανά, όλα έλπιζες ότι μπορούσαν να συμβούν και σ'εσένα, όπως στον αγαπημένο κινηματογραφικό σου ήρωα....

Με τα χρόνια βέβαια, όποτε γινόταν λόγος για την ταινία, έπιανα τον εαυτό μου να χαμογελά ελαφρώς ειρωνικά - έχω ξεπεράσει την 'εμμονή' προ πολλού - πλέον γνωρίζω να εκτιμώ τις "καλές ταινίες"...
 
Είκοσι τόσα χρόνια μετά, αναζητώντας με πάθος την επόμενη προαναγγελία "ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων", το μάτι μου έπεσε τυχαία στην πιο τρομακτική απ'όλες τις σημερινές ειδήσεις: "O Kαράτε Κιντ έκλεισε τα 50!"...Τα πενήντα;! Aπίστευτο...

Ψάχνω την κασέτα VHS στην οποία έχω φυλάξει το έργο. Σκοπεύω να το ξαναδώ μετά την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας για παροχή εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Ο Ντάνιελ-σαν ξέρω ότι χάσει-κερδίσει, δε θα με προδώσει.












Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Το καλό του να μην είσαι Πρίγκηπας...

                                                                                              Aπό το someecards.com

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Ο λύκος - η ιστορία ενός αληθινού κυνηγού

Τον Οκτώβριο του 2007, το ντεμπούτο ενός 28χρονου Λονδρέζου  έγινε το κύριο θέμα συζήτησης στην περίφημη έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης. Ο λύκος του Τζόζεφ Σμιθ (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Νοέμβριος 2009) είναι η σκληρή αλλά γοητευτική ιστορία ενός μοναχικού λύκου, που προσπαθεί να επιζήσει από έναν ασυνήθιστα βαρύ και μακρύ χειμώνα.

Ο Σμιθ επιλέγει να ορίσει τον ίδιο το λύκο ως αφηγητή – και στην ιδέα του αυτή χρωστά το βιβλίο μεγάλο μέρος της γοητείας του. Καθώς το χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα στο δάσος, ο τετράχρονος λύκος βρίσκεται στα όρια της λιμοκτονίας και αναζητά επειγόντως θήραμα. Έτσι, τον παρακολουθούμε -σαν τον ήρωα ενός video game- να τριγυρνά έχοντας ως μοναδική έννοια πως θα βρει το επόμενο θύμα του για να χορτάσει την πείνα του.

«Δεν υπάρχει άλλο ζωντανό πλάσμα εκτός από εμένα και μολονότι ο σβέρκος και τα πόδια μου είναι σφιγμένα από τη νευρικότητα, το παγερό τίποτα στο στομάχι μου με παρακινεί να συνεχίσω. Κάθε βήμα μου είναι βαρύ, λες και με έχουν βυθίσει στο νερό, είναι σαν να κολυμπάω μέσα στην ίδια μου τη λαχτάρα και να μην έχω άλλη επιλογή από το να φτάσω στην απέναντι όχθη και να σκαρφαλώσω στην ακτή.»

θα ξεγελάσει για λίγο την πείνα του μ’ένα λαγό κι ένα μικρό ελαφάκι, θα τα βάλει με ένα κοπάδι κοράκια, μέχρι που θ’αναγκασθεί να κατέβει στην πεδιάδα, όπου βρίσκεται το πλησιέστερο σπίτι, παρά το ότι  περιφρονεί  τα αδύναμα πρόβατα και απεχθάνεται την ανθρώπινη μυρωδιά. Παρ’όλα αυτά, δε κατορθώνει να χορτάσει την άγρια πείνα του κι αυτό αρχίζει να τον λυγίζει. Το δυνατό θηρίο, το αδίστακτο αρπακτικό φοβάται ότι η στέρηση θα τον αλλάξει, θα τον ‘μαλακώσει’.

«Δεν ήμουν ποτέ άλλοτε τόσο πεινασμένος, ή τόσο αδύναμος και παρότι έχω απόθεμα δύναμης, κάτι από μέσα μου βαθιά μού λέει ότι πρέπει να φάω γρήγορα και καλά. Αλλιώς θα γίνω κάτι άλλο, θα γίνω κάτι υποδεέστερο από ό,τι πρέπει να είμαι – μια αλλαγή σχεδόν ανεπανόρθωτη.»

 Και όταν μπροστά του εμφανίζεται ένα συγγενικό του ζώο, λιγότερο ρωμαλέο, αλλά πανέξυπνο, μια «μικροκαμωμένη, καστανοκόκκινη» αλεπού, θα εμπλακεί σε μια περίεργη σχέση, ένα παράξενο παιχνίδι εξουσίας που θ’αλλάξει δραματικά τη ζωή του.

Ο Σμιθ δε γράφει ένα βιβλίο τρόμου – αλλά ούτε εξωραιζει την εικόνα του λύκου. Τη μια στιγμή νιώθεις γι΄αυτόν αποστροφή, και την άλλη πιάνεις τον εαυτό σου να τον κοιτάζει με –έστω, κάποια- συμπάθεια.

Τα ζώα επικοινωνούν – όχι με τη φωνή, αλλά με τα βλέμματα. Ο κόσμος ιδωμένος από τα μάτια τους είναι σκληρός, αλλά παράδοξα ρεαλιστικός. Η ιδέα του συγγραφέα λειτουργεί – το βιβλίο δεν ήθελα να το αφήσω από τα χέρια μου, μέχρι τη σκηνή στη σπηλιά που τραβά λίγο περισσότερο απ’όσο θα προτιμούσα. Το δυνατό τέλος όμως με αποζημίωσε.

Το περασμένο καλοκαίρι ο Σμιθ κυκλοφόρησε τη δεύτερη νουβέλα του με ήρωα αυτήν τη φορά έναν ταύρο – ας ελπίσουμε ότι δε θα εξαντλήσει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του στο ζωικό βασίλειο χωρίς να καταπιαστεί με το πιο άγριο των ζώων...

***


Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Ξανά στα γνώριμα, αγαπημένα μονοπάτια

Να λοιπόν, που οι R.E.M. δε λένε να το βάλουν κάτω. Πάνω που οι περισσότεροι  «ειδικοί» των μίντια, ετοιμάζονται να τους κατατάξουν στους «νοσταλγούς του ροκ εν ρολ», εκείνοι επιστρέφουν με τον ίδιο δυναμισμό, (σχεδόν) όπως 30 χρόνια πριν.

Πάνω που οι «αυθάδεις» 25άρηδες ετοιμάζονται να τους αντικαταστήσουν οριστικά στο i-pod με το next big thing –που κανείς δε θα θυμάται σε δύο χρόνια- εκείνοι διεκδικούν ακόμα το χώρο που τους ανήκει στο σήμερα.

Το "Collapse Into Now" (Warner, Μάρτιος 2011), το 15o album τους, δεν είναι ο δίσκος που θ’αλλάξει την ιστορία του ροκ - φευ, ποιο συγκρότημα θα μπορούσε να το κάνει αυτό στις μέρες μας; Είναι όμως ένα «τυπικό» δείγμα των R.E.M. όπως τους αγαπήσαμε: εκρηκτικά «ροκάκια», υπέροχες μπαλάντες, ευαίσθητοι στίχοι, …ακαταλαβίστικοι στίχοι, εντυπωσιακές συνεργασίες.

 Ο Jacknife Lee, παραγωγός των U2 και των μεγάλων επιτυχιών των Snow Patrol, συνεργάζεται για δεύτερη φορά με τους R.E.M., μετά το «επιθετικό» "Accelerate" του ‘08, και το ‘δέσιμό τους’ είναι πλέον φανερό. Τα ‘γρήγορα’ κομμάτια είναι το ίδιο καταιγιστικά, αλλά η διαφορά προς το καλύτερο φαίνεται στα πιο ‘αργά’ tracks, που θυμίζουν κάτι από τις κλασικές μπαλάντες του τρίο από τα '90s.

O δίσκος  ξεκινά δυναμικά με το “Discoverer” και η κιθάρα του Peter Buck δείχνει αμέσως τις…προθέσεις της. O Μichael Stipe δίνει το στίγμα: "With just the slightest bit of finesse / I might have made a little less mess
But it was what it was / Let's all get on with it now».

Στο ακόμα πιο γρήγορο "All the Best", ο Stipe επιβεβαιώνει τη δυναμική επιστροφή του,...καρφώνοντας τους "άγουρους" ομότεχνούς του, που ίσως βιάστηκαν να τον ξεγράψουν: "I think I'll sing it a rhyme / I'll give it one more time / I'll show the kids how to do it fine."

Με τις πρώτες νότες του "Uberlin", το μυαλό σου γυρνά στα χρόνια του "Drive". Η φωνή του Stipe είναι όπως τότε που κέρδιζε καθημερινά χιλιάδες θαυμαστές και η ακουστική κιθάρα του Βuck συνοδεύει άψογα.

Ακόμα πιο ταιριαστά ακούγονται οι δυό τους - η βαριά, σπαρακτική φωνή του Μichael με το μαντολίνο του Peter - στο "Oh My Heart", ένα κομμάτι γραμμένο για τη Νέα Ορλεάνη και τα συνεχιζόμενα προβλήματά της.

Ο μεγάλος Eddie Vedder των Pearl Jam ενώνει τη φωνη του με αυτή του Stipe στο "Ιt happened today", από τα πιο «απλά», αλλά φωτεινά, αισιόδοξα tracks του δίσκου.

Το "Everyday is yours to win" είναι μια από τις μπαλάντες που λέγαμε παραπάνω, ταξιδιάρικη κι ονειροπόλα.

Το "Mine Smell Like Honey", παρά τον…ελαφρώς άκομψο τίτλο του, σε ξεσηκώνει και πάλι με το νεανικό ενθουσιασμό του και τους εντελώς…άκυρους στίχους του.
 
Κι εκεί που έχεις ανασάνει με το "Walk it Back", μια μπαλάντα για πιάνο και φωνή, το "Alligator Aviator Autopilot Antimatter", ξαναπατά τέρμα το γκάζι, με την …ευγενική συμβολή της Peaches στα φωνητικά.

Μεσολαβεί το  "Me, Marlon Brando, Marlon Brando and I", ελαφρώς υποτονική μπαλάντα, με δεικτικό όμως στίχο, και το album κλείνει ιδανικά με το "Blue", ένα μαγευτικό κομμάτι, για τον σύγχρονο μοναχικό άνθρωπο που προσπαθεί να επιβιώσει σ’έναν αφιλόξενο κόσμο:
"I don't mark my time with dates, holidays, faded wisdom, locked karma holders / Convenient / I am made by my times / I am a creation of now /
Shaken with the cracks and crevices / I'm not giving up easy / I will not fold / I don't have much / But what I have is gold."
Η Patti Smith στα φωνητικά  θυμίζει το "Ε-bow the letter" και οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι. Είναι το "Collapse…" η καλύτερη δουλειά των αγαπημένων “Αθηναίων” από "το New Adventures in Hi-Fi?" του ’96;

Μικρή σημασία έχει η απάντηση. Αυτό που για μένα έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι οι R.E.M. πέτυχαν κάτι δύσκολο. Να με κάνουν να ανυπομονώ για το επόμενο δίσκο τους – κάτι που είχα πάψει να κάνω τα τελευταία χρόνια.
   
***1/2
  

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Παίξτε μπάλλα! (...χωρίς "ρεεε!")


Το μπέιζμπολ δε θα γίνει ποτέ δημοφιλές στην Ελλάδα. Είχε τη μεγάλη του ευκαιρία το καλοκαίρι του 2004, όταν τα γήπεδα του Ελληνικού γέμισαν από φιλάθλους, οι οποίοι χωρίς να γνωρίζουν ούτε τους κανονισμούς, περνούσαν υπέροχα κι έφευγαν κατευχαριστημένοι. Το ξέρω γιατί ήμουν εκεί.

Αυτόν τον κόσμο, το ελληνικό μπέιζμπολ δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Ίσως δεν είχε πέσει στα κατάλληλα χέρια, ίσως τα χρόνια που ακολούθησαν την Ολυμπιάδα να μην επέτρεπαν σ’ έναν σπόρο να βλαστήσει.

Κι επειδή άλλη Ολυμπιάδα δε θα ξαναδούμε σ’αυτήν την πλευρά της γης, η ευκαιρία χάθηκε. Αφήστε, που ούτως ή άλλως, το μπέιζμπολ είδε την έξοδο από το πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012…

Κρίμα. Γιατί το μπέιζμπολ είναι ένα υπέροχο παιχνίδι! Οι φίλοι μου ισχυρίζονται ότι είναι αργό. Κατ’αρχήν, αυτό είναι ειρωνικό να το ακούς από άτομα που κάθονται τρεις ώρες στην καφετέρια για να πιουν ένα ποτήρι καφέ…Το μπέιζμπολ δεν είναι αργό. Έχει εσωτερικό ρυθμό. Αν αφήσεις τον εαυτό σου να τον νιώσει, τότε θ’απολαύσεις τον αγώνα. Το μπέιζμπολ , σε αντίθεση, π.χ. με το μπάσκετ,  σου δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσεις τη κάθε φάση, να αισθανθείς την απογοήτευση της αποτυχημένης προσπάθειας και να εκτιμήσεις την επιτυχημένη.

Οι ίδιοι φίλοι μου αντιδρούν στην ιδέα να παρακολουθήσουν ένα παιχνίδι που ανακαλύφθηκε από τους Αμερικανούς...για τους Αμερικανούς. Είναι όμως έτσι; Μάλλον όχι. Γιατί το μπέιζμπολ είναι εξέλιξη του rounders και του κρίκετ, τα οποία ανακαλύφθηκαν στα βρετανικά νησιά. Και μπορεί το μπέιζμπολ να μην έχει τη γεωγραφική εξάπλωση του ποδοσφαίρου ή ακόμα και του μπάσκετ, αλλά είναι το πιο δημοφιλές σπορ σε χώρες με μεγάλη αθλητική παράδοση, όπως η Ιαπωνία και η Κούβα.

Είναι αλήθεια όμως ότι πουθενά το μπέιζμπολ δε λατρεύτηκε τόσο όσο στις ΗΠΑ. Πουθενά αλλού δε συνδέθηκε τόσο στενά με τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Για περίπου έναν αιώνα, από το 1860, μονοπωλούσε σχεδόν το ενδιαφέρον των παιδιών, αλλά και των μεγαλυτέρων. Η ευκολία  με την οποία παίζεται και η απλότητα των κανονισμών του επέτρεπε σε όλους να ασχοληθούν μαζί του – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Mερικά από τα πιο επιτυχημένα strips του Charles Schulz για τα Peanuts είχαν θέμα το μπέιζμπολ
Το παιχνίδι γέννησε θρύλους και ιστορίες αμέτρητες. Κανένα άλλο σπορ στην ιστορία του αθλητισμού δεν τράβηξε το ενδιαφέρον τόσων λογοτεχνών, όσο το μπέιζμπολ. Ποιος ξέρει γιατί; Ίσως γιατί οι άνθρωποι αρέσκονται να γράφουν γι’αυτά που γνωρίζουν – κι αυτά που αγαπούν. Ο Ρόμπερτ Φρόστ έγραψε ότι δεν ένιωσε ποτέ πιο άνετα στην Αμερική, από τις ώρες που παρακολουθούσε μπέιζμπολ. Ο Γουόλτ Γουίτμαν δήλωσε κάποτε ότι το μπέιζμπολ είναι εξίσου σημαντικό για την ιστορία των ΗΠΑ όσο το σύνταγμα και οι νόμοι τους.
  
Αναμφισβήτητα όμως την πιο στενή σχέση με το μπέιζμπολ φαίνεται να έχει ο Φίλιπ Ροθ, αν κρίνουμε από τη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται στα έργα του: από το Σύνδρομο Πoρτνόι (1969) και τo Great American Novel (1973) μέχρι το Αμερικανικό Ειδύλλιο (1997), τα έργα ίσως του μεγαλύτερου εν ζωή αμερικανού συγγραφέα «μυρίζουν» έντονα φρεσκοκομμένο γρασίδι και χώμα.  

Στην πρεμιέρα της σαιζόν του 1973, ο Ροθ έγραφε στους New York Times, ότι  για εκείνον το μπέιζμπολ  ήταν  «το παιχνίδι που αγαπούσε με όλη του την καρδιά, όχι μόνο επειδή διασκέδαζε παίζοντας το (η διασκέδαση ερχόταν σε δεύτερη μοίρα, στην πραγματικότητα), αλλά για τη μυθική και αισθητική διάσταση που έδινε στη ζωή ενός αγοριού στην Αμερική - ειδικά ενός, οι παππούδες του οποίου μετά βίας μιλούσαν Αγγλικά».

Και εξηγούσε: « Το μπέιζμπολ ήταν ένα είδος κοσμικής εκκλησίας που διαπερνούσε κάθε τάξη και γεωγραφική περιοχή του έθνους, και συνέδεε εκατομμύρια επί εκατομμυρίων από εμάς  με κοινές ανησυχίες, κοινά είδωλα, τελετουργίες, ενθουσιασμούς και ανταγωνισμούς… - το μπέιζμπολ, με τις παραδόσεις και τους θρύλους του, την πολιτιστική του δύναμη, τη σύνδεση με συγκεκριμένες εποχές του έτους, την έμφυτη αυθεντικότητα, τους απλούς κανόνες και τις ξεκάθαρες τακτικές του, τα διαστήματα πλήξης και τις συγκινήσεις του, την ευρυχωρία, την αγωνία για την τελική έκβαση, τους ηρωισμούς, τις μικρές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά,  τη δική του διάλεκτο, τους ‘χαρακτήρες’ του, την παραδόξως υπνωτική ανία του, τη μυθική μεταμόρφωση του άμεσου- ήταν η λογοτεχνία της παιδικής μου ηλικίας.» 

Όταν οι ομάδες του επαγγελματικού πρωταθλήματος μπέιζμπολ των ΗΠΑ (Major League Baseball) ξεκινούν την προετοιμασία τους, ξέρεις ότι η άνοιξη αν δεν έχει φθάσει ήδη, βρίσκεται πολύ κοντά. Και κάθε αρχές Απρίλη, το πρωτάθλημα ξεκινά. Οι νικητές των κατηγοριών θα ανακηρυχθούν μετά από 162 αγώνες της κανονικής περιόδου, που διαρκεί σχεδόν 6 μήνες – μέχρι τις αρχές Οκτώβρη. Να, πιθανώς, ένας ακόμα λόγος που το μπέιζμπολ είναι τόσο παράξενα γοητευτικό – η μεγάλη διάρκεια της περιόδου. Μια καλή αρχή δεν εγγυάται την επιτυχία – και αντίστροφα, ένα κακό σερί αγώνων δε σε καταδικάζει. Ο ικανότερος και ο πιο δυνατός – σωματικά και ψυχικά – θα επικρατήσει, όχι ο πιο τυχερός ή ο ευνοημένος από ένα διαιτητικό λάθος.

Η φετινή περίοδος ξεκίνησε πριν από 12 ημέρες, χωρίς το μεγάλο φαβορί. Στην American League, επικρατέστερες ομάδες θεωρούνται οι «συνήθεις ύποπτοι» New York Yankees, oι αιώνιοι αντίπαλοί τους Boston Red Sox, οι περυσινοί φιναλίστ Texas Rangers και η ομάδα που υποστηρίζει ο Πρόεδρος Ομπάμα, Chicago White Sox.

Στην National League, επικρατέστεροι στα προγνωστικά έρχονται οι κάτοχοι του τίτλου San Francisco Giants  και ακολουθούν οι Philadelphia Phillies, οι Αtlanta Braves, και οι Cincinnati Reds. Οι νικητές των δύο κατηγοριών θα αναμετρηθούν στα τέλη Οκτωβρίου στην περίφημη World Series, την τελική φάση των πλέι οφ.

Μέχρι τότε, όμως, έχει πολύ παιχνίδι ακόμα. Πολλές συγκινήσεις, πολλές χαρές κι απογοητεύσεις. Όπως η ζωή ένα πράγμα.

Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Service... χαμένο στην ομίχλη


Βρισκόμενος πριν από λίγες εβδομάδες στα Τρίκαλα Κορινθίας, συνειδητοποίησα για  μια ακόμη φορά  δυο πράγματα:

Πρώτον, πόσο τυχεροί θα πρέπει να αισθάνονται οι Έλληνες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε τόσο όμορφα μέρη. Τα οποία μάλιστα με τη βοήθεια γενναιόδωρων  επιδοτήσεων και λοιπών ευνοικών  ρυθμίσεων φρόντισαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο.

Δεύτερον, το πόσο εύκολα ορισμένοι από τους παραπάνω συμπατριώτες μας μπορούν να γίνουν (ή να λέγονται) ξενοδόχοι. Ως αποτέλεσμα, η αντιμετώπιση και η εξυπηρέτηση παραμένουν συχνά σε αντιστρόφως ανάλογα επίπεδα από τις...τιμές!.

Για τις τιμές, δε θα γκρινιάξω ιδιαίτερα. Μπορεί να θεωρώ (ή και να είναι όντως) ακριβή η διαμονή, όταν για ένα βράδυ υποχρεούσαι να δώσεις σχεδόν το…βδομαδιάτικό σου, αλλά προφανώς υπάρχουν αρκετοί που το διαθέτουν – αλλιώς θα υπήρχε ‘διόρθωση’, σωστά!; Συνεπώς, αφού αποφασίζεις να τα δώσεις...

Αλλά, βρε παιδιά, τουλάχιστον προσπαθήστε να με κάνετε να πω ‘χαλάλι’ και όχι ν'αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή!...Και πιστεύω ότι δε ζητάω πολλά. Εξηγούμαι:

O καλός ξενοδόχος μας ήξερε ακριβώς την ώρα άφιξής μας. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι άναψε το καλοριφέρ μόλις μας είδε να «στρίβουμε από τη γωνία», γιατί το δωμάτιο ήταν ψυγείο. Και φυσικό ήταν να παραμείνει έτσι όλο σχεδόν το πρώτο βράδυ…

Το πρωινό που περιλαμβανόταν στην τιμή (μεγάλη ευκαιρία!) θα το ετοιμάζαμε μόνοι μας. Αυτή η λύση είναι πολύ της μόδας τελευταία, με την πρόφαση ότι «δε χρειάζεται να ξυπνήσουμε από τις 8 η ώρα». Δεκτό μέχρι ενός σημείου, αν κι εγώ θεωρώ ότι είναι για τους περισσότερους ιδιοκτήτες ένας ακόμα τρόπος να περιορίσουν τα έξοδά τους.

Μήπως όμως θα έπρεπε το «πολυτιμότερο γεύμα της ημέρας» να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από 2 φέτες φρέσκο ψωμί, πολυκαιρισμένα κρουασάν και προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» από το σούπερ μάρκετ τoυ Ξυλοκάστρου;! Τι λέτε εσείς;...

Τα ξύλα για το τζάκι περιλαμβάνονταν στην τιμή και αυτά (τελικά, μήπως τους έπιασα εγώ κορόιδο;!...). Mόνο που ήταν τόσο λίγα που δεν κρατούσαν πάνω από δυο-τρεις ώρες και αν δεν μας έφταναν, έπρεπε να τα χρεωθούμε έξτρα! Για τους μη γνώστες, να σημειώσω ότι τα ξύλα για το τζάκι κοστίζουν στην Αθήνα γύρω στα 180 Ευρώ, o τόνος! Αναγνωρίζω ότι αυτήν την πρακτική την έχω συναντήσει και σε άλλους «δημοφιλείς χειμερινούς προορισμούς», αλλά δε νομίζετε ότι κάπου το παρατραβάτε; Πόσα κιλά να κάψω σε δύο βράδια; 20;  50; Κάντε τη διαίρεση και βγάλτε συμπέρασμα για το αν δικαιολογείται η επιπλέον χρέωση.

Το σταματώ εδώ. Δε θα ονοματίσω τον ξενώνα που έμεινα γιατί θέλω να προφυλάξω τους κατά τα άλλα συμπαθείς ιδιοκτήτες του από τους πέντε αναγνώστες μου. Αλλά φοβάμαι ότι μόνοι τους κάνουν κακό στην ίδια τους την επιχείρηση.Και η κότα που γεννά τα χρυσά αυγά έχει αρχίζει να γερνά.

Αντίθετα, συνολικά καλές εντυπώσεις αποκομίσαμε από τις ταβέρνες και τα καφέ που επισκεφθήκαμε. Φάγαμε  «κλασική» ελληνική κουζίνα, αξιοπρεπή και σε λογικές τιμές, στου Δεκλερή και στην Πινακωτή, και νοστιμότατα γλυκά της…γιαγιάς στο Βαρνεβό.

 Δυστυχώς όμως (ή κατ’άλλους, ευτυχώς) όλο το σαβατοκύριακο μας έκανε συντροφιά μια μεγαλοπρεπέστατη ομίχλη, που δεν είχα ξανασυναντήσει στην Ελλάδα. Σκέπαζε επίμονα όλη την πλαγιά και μας εμπόδισε να βγούμε πιο έξω από τα Τρίκαλα. 

Οχι ότι μας χάλασε και πολύ, βέβαια. Οι  βόλτες ανάμεσα στα έλατα, τα μαύρα πεύκα και τις καρυδιές, με τη συντροφιά της μυρωδιάς από το τζάκι, ήταν απολαυστικές.

Με το αυτοκίνητο, φτάσαμε μόνο μέχρι το χιονοδρομικό της Ζήρειας, μετά από πανέμορφη όσο και δύσκολη, λόγω του συνδυασμού χιονιού και ομίχλης, διαδρομή. Απ’ό,τι μαθαίνω,  η πίστα του ενδείκνυται για αρχάριους, περισσότερες λεπτομέρειες όμως δεν μπορώ να δώσω γιατί δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου. Το λιφτ παρέμεινε εκτός λειτουργίας και μόνο ένα-δύο snow mobiles και φυσικά η ενοχλητικά δυνατή μουσική του σαλέ, διατάραζαν την γαλήνη.

 Δ
             Μικρό διάλειμμα καθαρού ουρανού λίγο πριν από το χιονοδρομικό

Παρόλες τις (μικρές) αντιξοότητες όμως, οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα.Και όμορφα. Κάτι μου λέει ότι όλα έγιναν για ν’αναγκασθώ να επισκεφθώ ξανά την περιοχή. Διαβάζω ότι την άνοιξη η Ζήρεια είναι πανέμορφη...




Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

"Μπερνάρντα, Σκύλα είσαι δίχως άντρα"...

«Στην εκκλησία, οι γυναίκες δεν πρέπει να κοιτάνε άλλον άντρα, εκτός απ΄τον παπά, κι αυτόν επειδή φοράει φουστάνια.»
Σε αυτήν τη φράση θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει τη βάση πάνω στην οποία η Μπερνάρντα Άλμπα έχει αποφασίσει ν'αναθρέψει τις πέντε κόρες της.

Καταπιεστική και αυταρχική, η Μπερνάρντα ενσαρκώνει τη φιλοσοφία μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας, όπου η τιμή της γυναίκας -κατά πρώτον- και, οι ταξικές διαφορές στη συνέχεια, έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από το δικαίωμα στον έρωτα, και κατ’επέκταση στην ίδια την ατομική ελευθερία.

Οι κόρες της, έγκλειστες, καταδικασμένες από τη μητέρα-τύραννο σε οκταετές πένθος για το θάνατο του πατέρα τους, βλέπουν τη ζωή να περνά έξω «από την αυλή τους». Λαχταρούν να το σκάσουν, να ζήσουν ελεύθερες από την αφόρητη καταπίεση, αλλά ξέρουν ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βρεθεί γαμπρός. Τι κρίμα όμως που στο χωριό τους, υπάρχει μόνο ένας νεαρός άνδρας «άξιος» να πατήσει «το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Τα αισθήματα που θα γεννηθούν σε τρείς από τις κόρες για τον Πέπε Ρομάνο θα ζωντανέψουν για λίγο το σπίτι. Ο έρωτας όμως αναπόφευκτα θα φέρει την αντιζηλία, η αδελφική αγάπη θα δοκιμασθεί από το πάθος και τελικά η «σιωπή» θα επανέλθει με τραγικό τρόπο.

Πρώτη φορά βρέθηκα «αντιμέτωπος» ως θεατής με το αριστούργημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,που έμελλε να ήταν και το τελευταίο του έργο καθώς τρείς περίπου μήνες από την ολοκλήρωσή του, τον Μάιο του 1936, θα δολοφονηθεί από οπαδούς του Φράνκο.

Την παράσταση του «Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας» σκηνοθέτησε ο κ. Σπύρος Λιβαθηνός, τη δουλειά του οποίου είχα πρωτοθαυμάσει πριν από δέκα ακριβώς χρόνια στα «Οικόπεδα με Θέα» του Ντ. Μάμετ.

Όταν διάβασα ότι ο κ.Λιβαθηνός παρήγγειλε νέα μετάφραση στην κα. Έφη Γιαννοπούλου –και δε θέλησε να χρησιμοποιήσει την κλασική του Ν. Γκάτσου, κατάλαβα ότι είχε σκοπό να «πειράξει» το έργο, να το «εκμοντερνίσει». Τολμηρό εγχείρημα.

Αναγκασμένος, πιθανώς, και από τις ανάγκες του συγκεκριμένου θεάτρου, όπου η σκηνή περιβάλλεται από καθίσματα θεατών, σκηνοθέτησε ένα «σπίτι» ζωντανό, «δυνατό». Δεν επιχείρησε να φτιάξει ένα ασφυκτικό χώρο – πιθανώς γιατί δεν μπορούσε. Αλλά με τη διαρκή κίνηση –κυρίως- των θυγατέρων, θέλησε να δείξει τη δύναμη της νιότης και των συναισθημάτων.

Τα ευρήματά του άλλοτε λειτουργούσαν και άλλοτε όχι. Παράδειγμα θετικό; Η γούρνα της αυλής. Aρνητικό; το σαλάμι και το ψωμί που τρώει η υπηρέτρια κατά το κείμενο, έχει μεταβληθεί εδώ σε καλοσχηματισμένο λουκάνικο.

Τα σκηνικά της κας. Ελένης Μανωλοπούλου, πάλι, δεν ακολούθησαν καθόλου τις σκηνικές οδηγίες. Οι γυμνοί τοίχοι «γέμισαν» λουλούδια παραπέμποντας στον επιτάφιο.Πολύ έξυπνο, αλλά λίγο υπερβολικό. Τα κοστούμια της ίδιας, όμορφα σε γενικές γραμμές. Αλλά γιατί η Μαγδαλένα της κα. Μπρέμπου να φοράει παντελόνι; Αυτές οι λεπτομέρειες, που λίγο μετρούν ουσιαστικά, δίνουν την αίσθηση ότι γίνονται για χάρη εντυπωσιασμού και μόνο, αφαιρώντας έτσι λίγη από τη μαγεία του τελικού αποτελέσματος.

Το οποίο τελικό αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά σε αφήνει παραπονεμένο. Κυρίως χάρη στις περισσότερες ερμηνείες. Η Ανγκούστιας της κας. Τζίνης Παπαδοπούλου είναι άψογη ως άβγαλτη γεροντοκόρη που βλέπει την τελευταία της ελπίδα για «σωτηρία» να χάνεται μέσα από τα χέρια της.

Ευχάριστη έκπληξη η –άγνωστη σε μένα- κα. Λουκία Μιχαλοπούλου στον πολύ απαιτητικό ρόλο της γεμάτης πάθος, μικρότερης κόρης, Αδέλας.

Η κα. Σμαράγδα Σμυρναίου έξοχη στον ‘άκρως ποιητικό’ ρόλο της γιαγιάς των κοριτσιών – αν κι ελαφρώς αδικήθηκε από τα κοστούμια της.

Η κα. Εκάβη Ντούμα παίζει υποδειγματικά την Αμέλια, το υποταγμένο κοριτσάκι που παραμένει μετρημένη και κλεισμένη στον εαυτό της.

Συνολικά, μια, κατά τη γνώμη μου, αξιοπρεπέστατη παράσταση ενός μεγάλου έργου.

***

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Για τους φίλους μου

                                                                        Τhe Big Picture - Damir Sagolj / Reuters- boston.com

Κι όμως, ο Χρόνος συνεχίζεται -
Το λέω χαρούμενη σ'όσους πονάνε τώρα - 
Θα ζήσουν - 
Υπάρχει Ήλιος -
Δεν το πιστεύουν τώρα - 

Έμιλυ Ντίκινσον, Κι όμως, ο Χρόνος συνεχίζεται

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Η ώρα του "μεγάλου χορού"

Για εκατομμύρια φίλους του μπάσκετ –στις ΗΠΑ και όλον τον κόσμο- οι επόμενες 20 ημέρες είναι οι πιο σημαντικές του χρόνου. Περισσότερο κι από την περίοδο των Χριστουγέννων και την καλοκαιρινή άδεια -μαζί.

Εντάξει,παραδέχομαι ότι υπερβάλλω λίγο.Αλλά για τους φανατικούς του κολεγιακού πρωταθλήματος μπάσκετ, η τελική φάση, που ξεκινά τυπικά σε λίγες ώρες, είναι το σημαντικότερο (τουλάχιστον) αθλητικό γεγονός της χρονιάς.

Σύμφωνοι, στην Ελλάδα όπως και στον περισσότερο κόσμο, τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν στο NBA και τους ακριβοπληρωμένους υπεραθλητές αστέρες του. Όχι εντελώς αδικαιολόγητα. Το επίπεδο του παιχνιδιού στο επαγγελματικό πρωτάθλημα είναι πολύ ανώτερο και ικανοποιεί το μέσο φίλαθλο-τηλεθεατή που -ειδικά στις μέρες μας- απογοητεύεται πολύ γρήγορα. Αρκούν τρεις συνεχόμενες άστοχες επιθέσεις και το ζάπινγκ ξεκινά.

Όμως για τους φίλους του μπάσκετ που δεν εντυπωσιάζονται –μόνο- από το εντωπωσιακό κάρφωμα ή το "τριπλό σπάσιμο της μέσης", αλλά θέλουν κυρίως να παρακολουθούν μια "ομάδα" να προσπαθεί να νικήσει μια άλλη "ομάδα", το πραγματικό παιχνίδι πάντα θα παίζεται στα γήπεδα των αμερικανικών πανεπιστημίων.
  
Oι κυριότεροι λόγοι;

Οι αθλητές-σπουδαστές, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παίζουν για τη νίκη της ομάδας του πανεπιστημίου τους και όχι για να αυξήσουν τα μηδενικά στο συμβόλαιό τους ή για να "θρέψουν" το υπερτροφικό "εγώ" τους. Σίγουρα, υπάρχουν και αυτοί που βλέπουν το σχολείο απλά σαν εφαλτήριο για το ΝΒΑ, σαν αναγκαίο κακό. Οι περισσότεροι όμως "τα δίνουν όλα" για  να κερδίσουν το θαυμασμό των δικών τους και των συμφοιτητών τους –και στην καλύτερη περίπτωση- μια  θέση σε επαγγελματική λίγκα για τα επόμενα χρόνια.

Ο προπονητής – που στο κολλέγιο δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο, όπως σε πολλές ομάδες του NBA, αλλά πολύ συχνά ο κυριότερος πρωταγωνιστής, ο κύριος λόγος για την επιτυχία ή αποτυχία ενός "προγράμματος". Μεγάλο μέρος της δημοτικότητας του μπάσκετ βασίσθηκε σε μυθικές μορφές προπονητών του κολλεγιακού πρωταθλήματος, όπως οι αείμνηστοι Adolph Rupp (Kentucky) και John Wooden (UCLA), ο Dean Smith (North Carolina), ο ‘στρατηγός’ Bob Knight (Indiana)  και πολλοί άλλοι.

Οι φίλαθλοι -  που διαφέρουν από τους αντίστοιχους του ΝΒΑ όπως η μέρα με τη νύχτα. Ο ενθουσιασμός και το πάθος για το παιχνίδι και την ομάδα, που αντιπροσωπεύει την τοπική κοινωνία, μεταδίδεται από την εξέδρα στον αγωνιστικό χώρο και αντίστροφα. Σε όλα τα "κλειστά" υπάρχει η λεγόμενη "εξέδρα των φοιτητών", όπου οι νεαροί "τρελαμένοι" με την ομάδα τους δε σταματούν στιγμή να φωνάζουν, να χοροπηδούν, να πειράζουν τον αντίπαλο. (Για όσους αναρωτιούνται, όχι, δε σημαδεύουν με κέρματα το κεφάλι των αντιπάλων, ούτε ρίχνουν κροτίδες στον αγωνιστικό χώρο –τόσο…ξενέρωτοι!)...

Ξεκίνησα να παρακολουθώ το κολεγιακό πρωτάθλημα στο 2ο μισό της δεκαετίας του ’80. Οι…καιροί ήταν δύσκολοι για όσους ήθελαν να μάθουν αθλητικά νέα από την "άλλη πλευρά του Ατλαντικού", παρά τις πολύ φιλότιμες προσπάθειες των ελληνικών εντύπων της εποχής. Θυμάμαι να κατεβαίνω στο κέντρο μόνο και μόνο για ν’αγοράσω "ζεστή" την USA Today από τα περίπτερα της Πανεπιστημίου…

Σαν πρώτη μου εικόνα, θυμάμαι το τρίποντο του Keith Smart στην εκπνοή του τελικού του 1987, με το οποίο οι Indiana Hoosiers του Knight πήραν τον τίτλο από τους Syracuse Orange. Που να φανταζόταν ο  Knight, φανατικός "καθαρολόγος" του μπάσκετ και "ορκισμένος εχθρός" του τριπόντου ότι ένα τέτοιο σουτ θα του χάριζε τον 3ο -και τελευταίο τίτλο- της ένδοξης καριέρας του...  
Από τότε είχα την τύχη να παρακολουθήσω, πάντα από απόσταση –δυστυχώς, μεγάλους παίκτες και προπονητές και, κατά τη φιλοσοφία του αθλήματος, ακόμα μεγαλύτερες ομάδες:

- Το Duke τoυ μεγάλου "δασκάλου" Mike Krzyzewski τη διετία 1991-92, με τους Grant Hill, Christian Laettner και Bobby Hurley.
- To Κentucky του Rick Pitino το 1996. 
- Το Syracuse του Jim Boeheim το 2003,  με πρωταγωνιστή τον τότε πρωτοετή,  Carmelo Anthony.
- Tη Florida του Billy Donovan της διετίας 2006-07, την τελευταία ομάδα που κέρδισε 2 συνεχόμενους τίτλους. 
-  Τη North Carolina (φωτό κάτω)που έκανε περίπατο στον τελικό του 2009, και πολλές άλλες.

Τα πράγματα, φυσικά, έχουν αλλάξει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Από κει που έκανα…χιλιόμετρα για να διαβάσω πενήντα λέξεις για κάθε αγώνα, τώρα βλέπω όποιο παιχνίδι θέλω στο internet. Πολλοί,πάντως, ισχυρίζονται –όχι εντελώς άδικα – ότι το σπορ έχει χάσει αρκετή από την αίγλη του για έναν κυρίως λόγο. Τα μεγάλα ταλέντα πλέον δεν μένουν πάνω από έναν χρόνο – το πολύ δύο – στο σχολείο. Τα χρήματα του ΝΒΑ είναι μεγάλο δέλεαρ για τα νεαρά παιδιά που δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν ένα σοβαρό τραυματισμό μένοντας στο κολέγιο και τα 4 χρόνια – κάτι που μέχρι πριν από 10-15 χρόνια θεωρείτο αυτονόητο.

Όμως κάθε Μάρτιο, όταν φτάνει η ώρα του ‘big dance’, όπως αποκαλείται η τελική φάση με τις 64  -και από φέτος, 68- ομάδες,  είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Πάντα η ίδια προσμονή, ο ίδιος ενθουσιασμός, η ίδια αγωνία για τον τελικό νικητή.

Τι θα γίνει φέτος; Το μεγάλο φαβορί είναι το Ohio State, ένα πανεπιστήμιο όπου πάντα το μπάσκετ βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα – μετά το αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Θα μπορέσει να επικρατήσει με αντιπάλους πολύ δυνατές ομάδες- παραδοσιακές δυνάμεις, όπως το Kansas και το Duke; Θα το ξέρουμε τα ξημερώματα της 5ης Απριλίου.


Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Μια "βασίλισσα" γεμάτη συναισθήματα


 
Το να γράψω τις εντυπώσεις μου για ένα cd που κυκλοφόρησε σχεδόν 11 μήνες πριν, ξέρω ότι δε θα μου ‘προσθέσει πόντους’ απέναντι στα ‘ειδησεογραφικά’ μπλογκ. Δεν πειράζει, είναι προφανές ότι δεν έχω πρόθεση να τα ανταγωνιστώ.

Ομολογώ, επίσης, ότι τον John Grant δεν τον γνώριζα και πιθανώς να μην τον μάθαινα ποτέ μου, αν το περιοδικό Μοjo δεν ανακήρυσσε το Queen of Denmark (Bella Union, Απρίλιος 2010) άλμπουμ της χρονιάς που πέρασε (ένας ακόμα λόγος που ανυπομονώ κάθε Δεκέμβρη για τις λίστες-ανασκοπήσεις,  για την πιθανότητα να μου φανερώσουν κρυμμένους ‘θησαυρούς’).

Ο σχεδόν συνομίληκός μου (μάλλον το μόνο κοινό μας σημείο) Grant από το Ντένβερ του Koλοράντο ήταν ο ηγέτης των -εξίσου άγνωστων σε μένα- The Czars, το alt-rock των οποίων διαβάζω ότι γνώρισε σχετική καλλιτεχνική επιτυχία (για εμπορική, ας μην το συζητήσουμε), στα τέλη του περασμένου αιώνα, μέχρι τη διάλυσή τους το 2004. Ο Grant, απογοητευμένος,  αφού περιπλανήθηκε σε διαφόρου τύπου καταχρήσεις και ‘φλερτάρισε’ με την αυτοκτονία, ευτύχησε να τον ‘μαζέψουν’ τα φιλαράκια του οι Τεξανοί Midlake και να τον συνεφέρουν, συμπεριλαμβάνοντάς τον και στις συναυλίες τους. Όταν, λοιπόν, ο Grant πήρε τα πάνω του κι άρχισε να ξαναγράφει, οι Midlake τον έπεισαν να ηχογραφήσει τα τραγούδια του στο στούντιο τους και προθυμοποιήθηκαν να τον συνοδέψουν στα όργανα.  Kι έτσι εγένετο ένας από τους όμορφους δίσκους που έχω ακούσει τελευταία.

Ο Grant περνά από το ‘παλιομοδίτικο’ σοφτ ροκ  στη ρομαντική μπαλάντα και από κει στην σατυρική, αυτοσαρκαστική ποπ με τέτοια ευκολία που στην αρχή αναρωτιέσαι αν κάποιος άλλαξε το cd ενώ εσύ κοιτούσες αλλού. Όμως, η  βαριά, γεμάτη χρώμα και συναίσθημα φωνή του, γρήγορα διαλύει κάθε αμφιβολία. Είναι ο ίδιος τύπος, που μιλά  τη μια στιγμή για  τη χαμένη αγάπη, τη μοναξιά και την ανάγκη για ένταξη στο ‘αφιλόξενο’ κοινωνικό περιβάλλον, και την άλλη, για τις μικρές χαρές της ζωής και τον άνευ όρων έρωτα.

Ξεκινώντας το“TC and honeybear” νομίζεις ότι απο στιγμή σε στιγμή θ’ακούσεις τον Harry Nilsson από τον “Καουμπόυ του Μεσονυχτίου”. Το “Marz” είναι μια πανέμορφη φολκ μελωδία για το αγαπημένο στέκι των παιδικών χρόνων – ένα μαγαζί με ζαχαρωτά, που έχει από καιρό κλείσει.    

Στο “Where dreams go to die”, μια υπέροχη μελαγχολική μπαλάντα, απλά απολαμβάνεις τη φωνή του Grant σε όλο της το μεγαλείο. ToChicken Bones” είναι ένα ποπ κομμάτι στο ύφος του Beck, με…έντονη ροκ διάθεση, καθώς ο Grant ξεσπά εναντίον όσων προσπαθούν να του κάνουν τη ζωή δύσκολη.

Σ’έναν…ιδανικό κόσμο, το “Silver Platter Club” θα γινόταν ύμνος όλων εκείνων που δεν μπόρεσαν ν’ανταποκριθούν στα πρότυπα που έθεσε ο περίγυρός τους – χωρίς να τους ρωτήσει.

Η μελωδία του “Jesus hates faggots” μπορεί να θυμίζει έντονα Randy Newman, αλλά οι στίχοι του είναι τόσο σκληροί που το στομάχι σου δένεται κόμπος.

Το Caramel είναι νομίζω το δεύτερο πιο αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου. Μια μαγευτική μπαλάντα, αφιερωμένη προφανώς στο μεγάλο του έρωτα. Η φωνή του Grant φέρνει στον νου τον Αnthony και είναι το ίδιο σπαρακτική.

Το ομώνυμο κομμάτι  του album είναι το τελευταίο, αλλά έμελλε να είναι αυτό που θα…λιώσω πρώτο. Ο Grant χτυπά με πείσμα τα πλήκτρα του πιάνου και ‘εκδικείται’ τον πρώην σύντροφο του, στον οποίον ήταν τόσο προσκολλημένος που ο χωρισμός τους τον έχει διαλύσει. Οι εναλλαγές στην ένταση και η ωμή εξιστόρηση της ζοφερής σχέσης σου κόβουν την ανάσα.  Το ιδανικό φινάλε για ένα album γεμάτο συναισθήματα, μερικές φορές αντικρουόμενα, αλλά πάντα αληθινά.    

****


Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

"Αφού είμαι καλά...γιατί σε βλέπω διπλό;!..."

Με την παραπάνω «κλήση»… βρέθηκαν αντιμέτωποι (όπως θα έλεγαν στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων) οι οδηγοί που είχαν παρκάρει το ΙΧ τους το βράδυ του Σαββάτου στο Κολωνάκι.

Μετά το αρχικό…σοκ, διαπίστωσαν ότι επρόκειτο –ευτυχώς!- για μια απλή «παρέμβαση» της ‘Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος κατά της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ.

Παράλληλα, στους δρόμους κυκλοφορούσε ένα άσχημα στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο, με ανάλογο μήνυμα, σκοπεύοντας προφανώς στο να σοκάρει τους θαμώνες των μπαρ της περιοχής.

Πρωτότυπη και σίγουρα αξιέπαινη η προσπάθεια, αν και δε ξέρουμε τι αντιδράσεις προκάλεσε. Αν, δηλαδή, οι οδηγοί χαμογέλασαν με το έξυπνο τρυκ της ψεύτικης κλήσης και αναρωτήθηκαν αν όντως θα ήταν καλύτερα ν'αφήσουν το αυτοκίνητο μιας κι έχουν πιεί ένα ποτήρι παραπάνω ή…σιχτίρισαν τους εμπνευστές της που...απείλησαν -έστω  προσωρινά -να χαλάσουν τη διασκέδαση τους, κι έφυγαν για να συνεχίσουν απτόητοι τη βραδιά τους, γκαζώνοντας με νόημα...

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να ισχυρισθεί ότι μερικοί μαγαζάτορες της ως άνω περιοχής έχουν δώσει από μόνοι τους τη λύση στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, κρατώντας τις τιμές των ποτών στα ύψη (…μα, 9 Ευρώ το ‘απλό’ ουίσκυ, ρε παιδιά;!...).

Πέρα όμως από τις διάφορες κατά καιρούς εκστρατείες –επιτυχημένες ή όχι – όσο και τα εισπρακτικού χαρακτήρα σχετικά πρόστιμα, όσο δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για να μην πάρει ο νεοέλληνας – ιδίως ο νεαρός -το αυτοκίνητό του στην βραδινή του έξοδο, δεν βλέπω ν’αλλάζει κάτι στις (κακές) συνήθειές μας.

Κι αυτή η πρόταση δεν μπορεί να είναι άλλη από το διευρυμένο ωράριο στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Διαφορετικά, ο φίλος μας ‘η οδηγάρα’ που παρότι έχει πιει…τ’άντερά του, δηλώνει πως αισθάνεται ‘μια χαρά’, δε θα διστάσει να καθήσει  στο τιμόνι. Με τα γνωστά επακόλουθα.

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Μεμονωμένο περιστατικό, γενικευμένη παράνοια


 
Το πιο συναρπαστικό επάγγελμα στην Ελλάδα αυτήν την εποχή ξέρετε ποιό είναι; Δικηγόρος ΠΑE -
της Super League κατά προτίμηση και από τις λεγόμενες 'μεγάλες' ιδανικά.

Ναι, σωστά διαβάσατε. 'Νομικός εκπρόσωπος' των ομαδάρων μας. Γιατί, μέσα στη γενική γκρίνια και τη μιζέρια που έχει καθήσει από πάνω μας, πείτε μου εσείς ποιός άλλος επαγγελματίας έχει τη δυνατότητα στις μέρες μας να κάνει κάτι τόσο δημιουργικό, σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση;

Υπάρχει μεγαλύτερη πρόκληση για έναν δικηγόρο από το να αποπειράται συνεχώς να κάνει το μαύρο, άσπρο; Nα προετοιμάζει την υπεράσπιση των εντολέων του σκοπεύοντας να βγάλει τυφλούς –αν όχι και τρελούς- χιλιάδες ανθρώπους που (για πόσο ακόμα, άραγε;…) επιμένουμε να παρακολουθούμε τις κακοπαιγμένες παραστάσεις τους;…Και όχι μόνο να μην κινδυνεύει να κατηγορηθεί για ασέβεια - δεν τίθεται τέτοιο θέμα ενώπιον της Πειθαρχικής Επιτροπής της Super League, φαντάζομαι -, αλλά να επιβραβεύεται τις περισσότερες φορές από τις αποφάσεις της ανωτέρω Επιτροπής;...

Καταλαβαίνω ότι οι καιροί είναι χαλεποί. Σίγουρα η θέση του νομικού συμβούλου σε ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρία εκτός από την άμεση ωφέλεια έχει και την έμμεση, με τη μορφή της προβολής, η οποία στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι διόλου ευκαταφρόνητη, μιας και οι συνεδριάσεις της Πειθαρχικής Επιτροπής είναι πλέον πιο αναμενόμενες και από τα ίδια τα παιχνίδια.

Αλλά, ο υπερβάλλων ζήλος έχει κι αυτός τα όριά του. Πόσο χαμηλά πρέπει να πέσεις 'επιχειρηματολογώντας'; Πόση επαγγελματική αξιοπρέπεια είσαι πρόθυμος να θυσιάσεις κάθε φορά στο όνομα της ‘υπερασπιστικής γραμμής’;…

Την εβδομάδα που τελειώνει είχαμε δύο τέτοιες περιπτώσεις όπου η απάντηση στα δύο παραπάνω ερωτήματα αποδεικνύεται ότι είναι «πολύ» και «πάρα πολλή».

Οι δικηγόροι του επίδοξου πρωταθλητή υποστήριξαν ότι τα επεισόδια μετά το «μεγάλο ντέρμπυ» αποτελούν «μεμονωμένο περιστατικό» που κράτησε μόνο 20’’, και κατηγόρησαν τον ποδοσφαιρικό εισαγγελέα ότι «παρασύρθηκε από δημοσιεύματα». Υπ’αυτήν τη λογική, τρέμω και μόνο στην ιδέα ότι κάποια στιγμή σε ελληνικά γήπεδα μπορεί να συμβούν και «ευρείας έκτασης επεισόδια». Αντιλαμβάνομαι, δε, ότι αν δεν συγκρατείτο ο διακεκριμένος νομικός, σε λίγο θα κατηγορούσε τους παίκτες της φιλοξενούμενης ομάδας ότι ξυλοφόρτωσαν τους πανηγυρίζοντες οπαδούς της γηπεδούχου…

Έτεροι ικανότατοι νομικοί ιστορικού αθηναϊκού σωματείου προέτρεψαν προφανώς τον κατηγορούμενο παίκτη της ομάδας τους και τον μάρτυρα υπεράσπισης να ισχυρισθούν ότι η γροθιά που δέχθηκε παίκτης της αντιπάλου από πίσω και είδε τον έναστρο αττικό ουρανό σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, ήταν αποτέλεσμα…«μοντάζ». Αν είναι έτσι, τότε ο συγκεκριμένος μοντέρ εμφανέστατα αδικείται από τη θέση του στο συνδρομητικό κανάλι, καθώς συνάδελφοί του με λιγότερες καταφανώς ικανότητες χρυσοπληρώνονται στο Χόλυγουντ...

Αν ανατρέξει κανείς στο πρόσφατο παρελθόν, σίγουρα θα βρει πολλά ανάλογα- ίσως και πιο ακραία παραδείγματα- ευφάνταστης δικηγορίας. Αν υπάρχει ένα που ξεπερνάει τα όρια του κωμικοτραγικού και φτάνει άνετα στην ωμή αθλιότητα, είναι αυτό που συνέβη πριν από ένα περίπου χρόνο – πάλι μετά από «ντέρμπυ των αιωνίων». Όταν μια κοπέλα που πρωτοεργαζόταν ως σεκιούριτυ έχασε δύο δάχτυλα του χεριού της από κροτίδα, αλλά για τους δικηγόρους της γηπεδούχου ομάδας απλώς …έσπασε το νύχι της!...

Αναρωτιέμαι λοιπόν…αν είναι να ευτελίζεται με αυτόν τον τρόπο η διαδικασία της απονομής δικαιοσύνης, γιατί να χρυσοπληρώνουν οι ΠΑΕ δικηγόρους, και να μη στέλνουν ενώπιον των πειθαρχικών οργάνων τους ίδιους τους οπαδούς τους, που είτε ούτως ή άλλως προκαλούν οι ίδιοι το πρόβλημα,  είτε παίρνουν λαβή από κάτι τέτοιες μεγαλοφυείς αποστροφές και αναπαράγουν τα ίδια ή παρόμοια απίθανα επιχειρήματα κατά κόρον στα ραδιόφωνα, το ίντερνετ κλπ. προκαλώντας ακόμα περισσότερη πόλωση, ακόμη περισσότερη βία;!;!…

Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες, κύριοι. Κι αυτό, δεν μπορείτε να το αλλάξετε, ό,τι κι αν ισχυρισθείτε μπροστά στην Πειθαρχική Επιτροπή.