Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Service... χαμένο στην ομίχλη


Βρισκόμενος πριν από λίγες εβδομάδες στα Τρίκαλα Κορινθίας, συνειδητοποίησα για  μια ακόμη φορά  δυο πράγματα:

Πρώτον, πόσο τυχεροί θα πρέπει να αισθάνονται οι Έλληνες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε τόσο όμορφα μέρη. Τα οποία μάλιστα με τη βοήθεια γενναιόδωρων  επιδοτήσεων και λοιπών ευνοικών  ρυθμίσεων φρόντισαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο.

Δεύτερον, το πόσο εύκολα ορισμένοι από τους παραπάνω συμπατριώτες μας μπορούν να γίνουν (ή να λέγονται) ξενοδόχοι. Ως αποτέλεσμα, η αντιμετώπιση και η εξυπηρέτηση παραμένουν συχνά σε αντιστρόφως ανάλογα επίπεδα από τις...τιμές!.

Για τις τιμές, δε θα γκρινιάξω ιδιαίτερα. Μπορεί να θεωρώ (ή και να είναι όντως) ακριβή η διαμονή, όταν για ένα βράδυ υποχρεούσαι να δώσεις σχεδόν το…βδομαδιάτικό σου, αλλά προφανώς υπάρχουν αρκετοί που το διαθέτουν – αλλιώς θα υπήρχε ‘διόρθωση’, σωστά!; Συνεπώς, αφού αποφασίζεις να τα δώσεις...

Αλλά, βρε παιδιά, τουλάχιστον προσπαθήστε να με κάνετε να πω ‘χαλάλι’ και όχι ν'αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή!...Και πιστεύω ότι δε ζητάω πολλά. Εξηγούμαι:

O καλός ξενοδόχος μας ήξερε ακριβώς την ώρα άφιξής μας. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι άναψε το καλοριφέρ μόλις μας είδε να «στρίβουμε από τη γωνία», γιατί το δωμάτιο ήταν ψυγείο. Και φυσικό ήταν να παραμείνει έτσι όλο σχεδόν το πρώτο βράδυ…

Το πρωινό που περιλαμβανόταν στην τιμή (μεγάλη ευκαιρία!) θα το ετοιμάζαμε μόνοι μας. Αυτή η λύση είναι πολύ της μόδας τελευταία, με την πρόφαση ότι «δε χρειάζεται να ξυπνήσουμε από τις 8 η ώρα». Δεκτό μέχρι ενός σημείου, αν κι εγώ θεωρώ ότι είναι για τους περισσότερους ιδιοκτήτες ένας ακόμα τρόπος να περιορίσουν τα έξοδά τους.

Μήπως όμως θα έπρεπε το «πολυτιμότερο γεύμα της ημέρας» να περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από 2 φέτες φρέσκο ψωμί, πολυκαιρισμένα κρουασάν και προϊόντα «ιδιωτικής ετικέτας» από το σούπερ μάρκετ τoυ Ξυλοκάστρου;! Τι λέτε εσείς;...

Τα ξύλα για το τζάκι περιλαμβάνονταν στην τιμή και αυτά (τελικά, μήπως τους έπιασα εγώ κορόιδο;!...). Mόνο που ήταν τόσο λίγα που δεν κρατούσαν πάνω από δυο-τρεις ώρες και αν δεν μας έφταναν, έπρεπε να τα χρεωθούμε έξτρα! Για τους μη γνώστες, να σημειώσω ότι τα ξύλα για το τζάκι κοστίζουν στην Αθήνα γύρω στα 180 Ευρώ, o τόνος! Αναγνωρίζω ότι αυτήν την πρακτική την έχω συναντήσει και σε άλλους «δημοφιλείς χειμερινούς προορισμούς», αλλά δε νομίζετε ότι κάπου το παρατραβάτε; Πόσα κιλά να κάψω σε δύο βράδια; 20;  50; Κάντε τη διαίρεση και βγάλτε συμπέρασμα για το αν δικαιολογείται η επιπλέον χρέωση.

Το σταματώ εδώ. Δε θα ονοματίσω τον ξενώνα που έμεινα γιατί θέλω να προφυλάξω τους κατά τα άλλα συμπαθείς ιδιοκτήτες του από τους πέντε αναγνώστες μου. Αλλά φοβάμαι ότι μόνοι τους κάνουν κακό στην ίδια τους την επιχείρηση.Και η κότα που γεννά τα χρυσά αυγά έχει αρχίζει να γερνά.

Αντίθετα, συνολικά καλές εντυπώσεις αποκομίσαμε από τις ταβέρνες και τα καφέ που επισκεφθήκαμε. Φάγαμε  «κλασική» ελληνική κουζίνα, αξιοπρεπή και σε λογικές τιμές, στου Δεκλερή και στην Πινακωτή, και νοστιμότατα γλυκά της…γιαγιάς στο Βαρνεβό.

 Δυστυχώς όμως (ή κατ’άλλους, ευτυχώς) όλο το σαβατοκύριακο μας έκανε συντροφιά μια μεγαλοπρεπέστατη ομίχλη, που δεν είχα ξανασυναντήσει στην Ελλάδα. Σκέπαζε επίμονα όλη την πλαγιά και μας εμπόδισε να βγούμε πιο έξω από τα Τρίκαλα. 

Οχι ότι μας χάλασε και πολύ, βέβαια. Οι  βόλτες ανάμεσα στα έλατα, τα μαύρα πεύκα και τις καρυδιές, με τη συντροφιά της μυρωδιάς από το τζάκι, ήταν απολαυστικές.

Με το αυτοκίνητο, φτάσαμε μόνο μέχρι το χιονοδρομικό της Ζήρειας, μετά από πανέμορφη όσο και δύσκολη, λόγω του συνδυασμού χιονιού και ομίχλης, διαδρομή. Απ’ό,τι μαθαίνω,  η πίστα του ενδείκνυται για αρχάριους, περισσότερες λεπτομέρειες όμως δεν μπορώ να δώσω γιατί δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου. Το λιφτ παρέμεινε εκτός λειτουργίας και μόνο ένα-δύο snow mobiles και φυσικά η ενοχλητικά δυνατή μουσική του σαλέ, διατάραζαν την γαλήνη.

 Δ
             Μικρό διάλειμμα καθαρού ουρανού λίγο πριν από το χιονοδρομικό

Παρόλες τις (μικρές) αντιξοότητες όμως, οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα.Και όμορφα. Κάτι μου λέει ότι όλα έγιναν για ν’αναγκασθώ να επισκεφθώ ξανά την περιοχή. Διαβάζω ότι την άνοιξη η Ζήρεια είναι πανέμορφη...




Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

"Μπερνάρντα, Σκύλα είσαι δίχως άντρα"...

«Στην εκκλησία, οι γυναίκες δεν πρέπει να κοιτάνε άλλον άντρα, εκτός απ΄τον παπά, κι αυτόν επειδή φοράει φουστάνια.»
Σε αυτήν τη φράση θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει τη βάση πάνω στην οποία η Μπερνάρντα Άλμπα έχει αποφασίσει ν'αναθρέψει τις πέντε κόρες της.

Καταπιεστική και αυταρχική, η Μπερνάρντα ενσαρκώνει τη φιλοσοφία μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας, όπου η τιμή της γυναίκας -κατά πρώτον- και, οι ταξικές διαφορές στη συνέχεια, έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από το δικαίωμα στον έρωτα, και κατ’επέκταση στην ίδια την ατομική ελευθερία.

Οι κόρες της, έγκλειστες, καταδικασμένες από τη μητέρα-τύραννο σε οκταετές πένθος για το θάνατο του πατέρα τους, βλέπουν τη ζωή να περνά έξω «από την αυλή τους». Λαχταρούν να το σκάσουν, να ζήσουν ελεύθερες από την αφόρητη καταπίεση, αλλά ξέρουν ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βρεθεί γαμπρός. Τι κρίμα όμως που στο χωριό τους, υπάρχει μόνο ένας νεαρός άνδρας «άξιος» να πατήσει «το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Τα αισθήματα που θα γεννηθούν σε τρείς από τις κόρες για τον Πέπε Ρομάνο θα ζωντανέψουν για λίγο το σπίτι. Ο έρωτας όμως αναπόφευκτα θα φέρει την αντιζηλία, η αδελφική αγάπη θα δοκιμασθεί από το πάθος και τελικά η «σιωπή» θα επανέλθει με τραγικό τρόπο.

Πρώτη φορά βρέθηκα «αντιμέτωπος» ως θεατής με το αριστούργημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,που έμελλε να ήταν και το τελευταίο του έργο καθώς τρείς περίπου μήνες από την ολοκλήρωσή του, τον Μάιο του 1936, θα δολοφονηθεί από οπαδούς του Φράνκο.

Την παράσταση του «Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας» σκηνοθέτησε ο κ. Σπύρος Λιβαθηνός, τη δουλειά του οποίου είχα πρωτοθαυμάσει πριν από δέκα ακριβώς χρόνια στα «Οικόπεδα με Θέα» του Ντ. Μάμετ.

Όταν διάβασα ότι ο κ.Λιβαθηνός παρήγγειλε νέα μετάφραση στην κα. Έφη Γιαννοπούλου –και δε θέλησε να χρησιμοποιήσει την κλασική του Ν. Γκάτσου, κατάλαβα ότι είχε σκοπό να «πειράξει» το έργο, να το «εκμοντερνίσει». Τολμηρό εγχείρημα.

Αναγκασμένος, πιθανώς, και από τις ανάγκες του συγκεκριμένου θεάτρου, όπου η σκηνή περιβάλλεται από καθίσματα θεατών, σκηνοθέτησε ένα «σπίτι» ζωντανό, «δυνατό». Δεν επιχείρησε να φτιάξει ένα ασφυκτικό χώρο – πιθανώς γιατί δεν μπορούσε. Αλλά με τη διαρκή κίνηση –κυρίως- των θυγατέρων, θέλησε να δείξει τη δύναμη της νιότης και των συναισθημάτων.

Τα ευρήματά του άλλοτε λειτουργούσαν και άλλοτε όχι. Παράδειγμα θετικό; Η γούρνα της αυλής. Aρνητικό; το σαλάμι και το ψωμί που τρώει η υπηρέτρια κατά το κείμενο, έχει μεταβληθεί εδώ σε καλοσχηματισμένο λουκάνικο.

Τα σκηνικά της κας. Ελένης Μανωλοπούλου, πάλι, δεν ακολούθησαν καθόλου τις σκηνικές οδηγίες. Οι γυμνοί τοίχοι «γέμισαν» λουλούδια παραπέμποντας στον επιτάφιο.Πολύ έξυπνο, αλλά λίγο υπερβολικό. Τα κοστούμια της ίδιας, όμορφα σε γενικές γραμμές. Αλλά γιατί η Μαγδαλένα της κα. Μπρέμπου να φοράει παντελόνι; Αυτές οι λεπτομέρειες, που λίγο μετρούν ουσιαστικά, δίνουν την αίσθηση ότι γίνονται για χάρη εντυπωσιασμού και μόνο, αφαιρώντας έτσι λίγη από τη μαγεία του τελικού αποτελέσματος.

Το οποίο τελικό αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά σε αφήνει παραπονεμένο. Κυρίως χάρη στις περισσότερες ερμηνείες. Η Ανγκούστιας της κας. Τζίνης Παπαδοπούλου είναι άψογη ως άβγαλτη γεροντοκόρη που βλέπει την τελευταία της ελπίδα για «σωτηρία» να χάνεται μέσα από τα χέρια της.

Ευχάριστη έκπληξη η –άγνωστη σε μένα- κα. Λουκία Μιχαλοπούλου στον πολύ απαιτητικό ρόλο της γεμάτης πάθος, μικρότερης κόρης, Αδέλας.

Η κα. Σμαράγδα Σμυρναίου έξοχη στον ‘άκρως ποιητικό’ ρόλο της γιαγιάς των κοριτσιών – αν κι ελαφρώς αδικήθηκε από τα κοστούμια της.

Η κα. Εκάβη Ντούμα παίζει υποδειγματικά την Αμέλια, το υποταγμένο κοριτσάκι που παραμένει μετρημένη και κλεισμένη στον εαυτό της.

Συνολικά, μια, κατά τη γνώμη μου, αξιοπρεπέστατη παράσταση ενός μεγάλου έργου.

***

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Για τους φίλους μου

                                                                        Τhe Big Picture - Damir Sagolj / Reuters- boston.com

Κι όμως, ο Χρόνος συνεχίζεται -
Το λέω χαρούμενη σ'όσους πονάνε τώρα - 
Θα ζήσουν - 
Υπάρχει Ήλιος -
Δεν το πιστεύουν τώρα - 

Έμιλυ Ντίκινσον, Κι όμως, ο Χρόνος συνεχίζεται

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Η ώρα του "μεγάλου χορού"

Για εκατομμύρια φίλους του μπάσκετ –στις ΗΠΑ και όλον τον κόσμο- οι επόμενες 20 ημέρες είναι οι πιο σημαντικές του χρόνου. Περισσότερο κι από την περίοδο των Χριστουγέννων και την καλοκαιρινή άδεια -μαζί.

Εντάξει,παραδέχομαι ότι υπερβάλλω λίγο.Αλλά για τους φανατικούς του κολεγιακού πρωταθλήματος μπάσκετ, η τελική φάση, που ξεκινά τυπικά σε λίγες ώρες, είναι το σημαντικότερο (τουλάχιστον) αθλητικό γεγονός της χρονιάς.

Σύμφωνοι, στην Ελλάδα όπως και στον περισσότερο κόσμο, τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν στο NBA και τους ακριβοπληρωμένους υπεραθλητές αστέρες του. Όχι εντελώς αδικαιολόγητα. Το επίπεδο του παιχνιδιού στο επαγγελματικό πρωτάθλημα είναι πολύ ανώτερο και ικανοποιεί το μέσο φίλαθλο-τηλεθεατή που -ειδικά στις μέρες μας- απογοητεύεται πολύ γρήγορα. Αρκούν τρεις συνεχόμενες άστοχες επιθέσεις και το ζάπινγκ ξεκινά.

Όμως για τους φίλους του μπάσκετ που δεν εντυπωσιάζονται –μόνο- από το εντωπωσιακό κάρφωμα ή το "τριπλό σπάσιμο της μέσης", αλλά θέλουν κυρίως να παρακολουθούν μια "ομάδα" να προσπαθεί να νικήσει μια άλλη "ομάδα", το πραγματικό παιχνίδι πάντα θα παίζεται στα γήπεδα των αμερικανικών πανεπιστημίων.
  
Oι κυριότεροι λόγοι;

Οι αθλητές-σπουδαστές, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία, παίζουν για τη νίκη της ομάδας του πανεπιστημίου τους και όχι για να αυξήσουν τα μηδενικά στο συμβόλαιό τους ή για να "θρέψουν" το υπερτροφικό "εγώ" τους. Σίγουρα, υπάρχουν και αυτοί που βλέπουν το σχολείο απλά σαν εφαλτήριο για το ΝΒΑ, σαν αναγκαίο κακό. Οι περισσότεροι όμως "τα δίνουν όλα" για  να κερδίσουν το θαυμασμό των δικών τους και των συμφοιτητών τους –και στην καλύτερη περίπτωση- μια  θέση σε επαγγελματική λίγκα για τα επόμενα χρόνια.

Ο προπονητής – που στο κολλέγιο δεν είναι διακοσμητικό στοιχείο, όπως σε πολλές ομάδες του NBA, αλλά πολύ συχνά ο κυριότερος πρωταγωνιστής, ο κύριος λόγος για την επιτυχία ή αποτυχία ενός "προγράμματος". Μεγάλο μέρος της δημοτικότητας του μπάσκετ βασίσθηκε σε μυθικές μορφές προπονητών του κολλεγιακού πρωταθλήματος, όπως οι αείμνηστοι Adolph Rupp (Kentucky) και John Wooden (UCLA), ο Dean Smith (North Carolina), ο ‘στρατηγός’ Bob Knight (Indiana)  και πολλοί άλλοι.

Οι φίλαθλοι -  που διαφέρουν από τους αντίστοιχους του ΝΒΑ όπως η μέρα με τη νύχτα. Ο ενθουσιασμός και το πάθος για το παιχνίδι και την ομάδα, που αντιπροσωπεύει την τοπική κοινωνία, μεταδίδεται από την εξέδρα στον αγωνιστικό χώρο και αντίστροφα. Σε όλα τα "κλειστά" υπάρχει η λεγόμενη "εξέδρα των φοιτητών", όπου οι νεαροί "τρελαμένοι" με την ομάδα τους δε σταματούν στιγμή να φωνάζουν, να χοροπηδούν, να πειράζουν τον αντίπαλο. (Για όσους αναρωτιούνται, όχι, δε σημαδεύουν με κέρματα το κεφάλι των αντιπάλων, ούτε ρίχνουν κροτίδες στον αγωνιστικό χώρο –τόσο…ξενέρωτοι!)...

Ξεκίνησα να παρακολουθώ το κολεγιακό πρωτάθλημα στο 2ο μισό της δεκαετίας του ’80. Οι…καιροί ήταν δύσκολοι για όσους ήθελαν να μάθουν αθλητικά νέα από την "άλλη πλευρά του Ατλαντικού", παρά τις πολύ φιλότιμες προσπάθειες των ελληνικών εντύπων της εποχής. Θυμάμαι να κατεβαίνω στο κέντρο μόνο και μόνο για ν’αγοράσω "ζεστή" την USA Today από τα περίπτερα της Πανεπιστημίου…

Σαν πρώτη μου εικόνα, θυμάμαι το τρίποντο του Keith Smart στην εκπνοή του τελικού του 1987, με το οποίο οι Indiana Hoosiers του Knight πήραν τον τίτλο από τους Syracuse Orange. Που να φανταζόταν ο  Knight, φανατικός "καθαρολόγος" του μπάσκετ και "ορκισμένος εχθρός" του τριπόντου ότι ένα τέτοιο σουτ θα του χάριζε τον 3ο -και τελευταίο τίτλο- της ένδοξης καριέρας του...  
Από τότε είχα την τύχη να παρακολουθήσω, πάντα από απόσταση –δυστυχώς, μεγάλους παίκτες και προπονητές και, κατά τη φιλοσοφία του αθλήματος, ακόμα μεγαλύτερες ομάδες:

- Το Duke τoυ μεγάλου "δασκάλου" Mike Krzyzewski τη διετία 1991-92, με τους Grant Hill, Christian Laettner και Bobby Hurley.
- To Κentucky του Rick Pitino το 1996. 
- Το Syracuse του Jim Boeheim το 2003,  με πρωταγωνιστή τον τότε πρωτοετή,  Carmelo Anthony.
- Tη Florida του Billy Donovan της διετίας 2006-07, την τελευταία ομάδα που κέρδισε 2 συνεχόμενους τίτλους. 
-  Τη North Carolina (φωτό κάτω)που έκανε περίπατο στον τελικό του 2009, και πολλές άλλες.

Τα πράγματα, φυσικά, έχουν αλλάξει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: Από κει που έκανα…χιλιόμετρα για να διαβάσω πενήντα λέξεις για κάθε αγώνα, τώρα βλέπω όποιο παιχνίδι θέλω στο internet. Πολλοί,πάντως, ισχυρίζονται –όχι εντελώς άδικα – ότι το σπορ έχει χάσει αρκετή από την αίγλη του για έναν κυρίως λόγο. Τα μεγάλα ταλέντα πλέον δεν μένουν πάνω από έναν χρόνο – το πολύ δύο – στο σχολείο. Τα χρήματα του ΝΒΑ είναι μεγάλο δέλεαρ για τα νεαρά παιδιά που δεν θέλουν να διακινδυνεύσουν ένα σοβαρό τραυματισμό μένοντας στο κολέγιο και τα 4 χρόνια – κάτι που μέχρι πριν από 10-15 χρόνια θεωρείτο αυτονόητο.

Όμως κάθε Μάρτιο, όταν φτάνει η ώρα του ‘big dance’, όπως αποκαλείται η τελική φάση με τις 64  -και από φέτος, 68- ομάδες,  είναι σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Πάντα η ίδια προσμονή, ο ίδιος ενθουσιασμός, η ίδια αγωνία για τον τελικό νικητή.

Τι θα γίνει φέτος; Το μεγάλο φαβορί είναι το Ohio State, ένα πανεπιστήμιο όπου πάντα το μπάσκετ βρισκόταν σε δεύτερη μοίρα – μετά το αμερικάνικο ποδόσφαιρο. Θα μπορέσει να επικρατήσει με αντιπάλους πολύ δυνατές ομάδες- παραδοσιακές δυνάμεις, όπως το Kansas και το Duke; Θα το ξέρουμε τα ξημερώματα της 5ης Απριλίου.


Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Μια "βασίλισσα" γεμάτη συναισθήματα


 
Το να γράψω τις εντυπώσεις μου για ένα cd που κυκλοφόρησε σχεδόν 11 μήνες πριν, ξέρω ότι δε θα μου ‘προσθέσει πόντους’ απέναντι στα ‘ειδησεογραφικά’ μπλογκ. Δεν πειράζει, είναι προφανές ότι δεν έχω πρόθεση να τα ανταγωνιστώ.

Ομολογώ, επίσης, ότι τον John Grant δεν τον γνώριζα και πιθανώς να μην τον μάθαινα ποτέ μου, αν το περιοδικό Μοjo δεν ανακήρυσσε το Queen of Denmark (Bella Union, Απρίλιος 2010) άλμπουμ της χρονιάς που πέρασε (ένας ακόμα λόγος που ανυπομονώ κάθε Δεκέμβρη για τις λίστες-ανασκοπήσεις,  για την πιθανότητα να μου φανερώσουν κρυμμένους ‘θησαυρούς’).

Ο σχεδόν συνομίληκός μου (μάλλον το μόνο κοινό μας σημείο) Grant από το Ντένβερ του Koλοράντο ήταν ο ηγέτης των -εξίσου άγνωστων σε μένα- The Czars, το alt-rock των οποίων διαβάζω ότι γνώρισε σχετική καλλιτεχνική επιτυχία (για εμπορική, ας μην το συζητήσουμε), στα τέλη του περασμένου αιώνα, μέχρι τη διάλυσή τους το 2004. Ο Grant, απογοητευμένος,  αφού περιπλανήθηκε σε διαφόρου τύπου καταχρήσεις και ‘φλερτάρισε’ με την αυτοκτονία, ευτύχησε να τον ‘μαζέψουν’ τα φιλαράκια του οι Τεξανοί Midlake και να τον συνεφέρουν, συμπεριλαμβάνοντάς τον και στις συναυλίες τους. Όταν, λοιπόν, ο Grant πήρε τα πάνω του κι άρχισε να ξαναγράφει, οι Midlake τον έπεισαν να ηχογραφήσει τα τραγούδια του στο στούντιο τους και προθυμοποιήθηκαν να τον συνοδέψουν στα όργανα.  Kι έτσι εγένετο ένας από τους όμορφους δίσκους που έχω ακούσει τελευταία.

Ο Grant περνά από το ‘παλιομοδίτικο’ σοφτ ροκ  στη ρομαντική μπαλάντα και από κει στην σατυρική, αυτοσαρκαστική ποπ με τέτοια ευκολία που στην αρχή αναρωτιέσαι αν κάποιος άλλαξε το cd ενώ εσύ κοιτούσες αλλού. Όμως, η  βαριά, γεμάτη χρώμα και συναίσθημα φωνή του, γρήγορα διαλύει κάθε αμφιβολία. Είναι ο ίδιος τύπος, που μιλά  τη μια στιγμή για  τη χαμένη αγάπη, τη μοναξιά και την ανάγκη για ένταξη στο ‘αφιλόξενο’ κοινωνικό περιβάλλον, και την άλλη, για τις μικρές χαρές της ζωής και τον άνευ όρων έρωτα.

Ξεκινώντας το“TC and honeybear” νομίζεις ότι απο στιγμή σε στιγμή θ’ακούσεις τον Harry Nilsson από τον “Καουμπόυ του Μεσονυχτίου”. Το “Marz” είναι μια πανέμορφη φολκ μελωδία για το αγαπημένο στέκι των παιδικών χρόνων – ένα μαγαζί με ζαχαρωτά, που έχει από καιρό κλείσει.    

Στο “Where dreams go to die”, μια υπέροχη μελαγχολική μπαλάντα, απλά απολαμβάνεις τη φωνή του Grant σε όλο της το μεγαλείο. ToChicken Bones” είναι ένα ποπ κομμάτι στο ύφος του Beck, με…έντονη ροκ διάθεση, καθώς ο Grant ξεσπά εναντίον όσων προσπαθούν να του κάνουν τη ζωή δύσκολη.

Σ’έναν…ιδανικό κόσμο, το “Silver Platter Club” θα γινόταν ύμνος όλων εκείνων που δεν μπόρεσαν ν’ανταποκριθούν στα πρότυπα που έθεσε ο περίγυρός τους – χωρίς να τους ρωτήσει.

Η μελωδία του “Jesus hates faggots” μπορεί να θυμίζει έντονα Randy Newman, αλλά οι στίχοι του είναι τόσο σκληροί που το στομάχι σου δένεται κόμπος.

Το Caramel είναι νομίζω το δεύτερο πιο αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου. Μια μαγευτική μπαλάντα, αφιερωμένη προφανώς στο μεγάλο του έρωτα. Η φωνή του Grant φέρνει στον νου τον Αnthony και είναι το ίδιο σπαρακτική.

Το ομώνυμο κομμάτι  του album είναι το τελευταίο, αλλά έμελλε να είναι αυτό που θα…λιώσω πρώτο. Ο Grant χτυπά με πείσμα τα πλήκτρα του πιάνου και ‘εκδικείται’ τον πρώην σύντροφο του, στον οποίον ήταν τόσο προσκολλημένος που ο χωρισμός τους τον έχει διαλύσει. Οι εναλλαγές στην ένταση και η ωμή εξιστόρηση της ζοφερής σχέσης σου κόβουν την ανάσα.  Το ιδανικό φινάλε για ένα album γεμάτο συναισθήματα, μερικές φορές αντικρουόμενα, αλλά πάντα αληθινά.    

****


Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

"Αφού είμαι καλά...γιατί σε βλέπω διπλό;!..."

Με την παραπάνω «κλήση»… βρέθηκαν αντιμέτωποι (όπως θα έλεγαν στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων) οι οδηγοί που είχαν παρκάρει το ΙΧ τους το βράδυ του Σαββάτου στο Κολωνάκι.

Μετά το αρχικό…σοκ, διαπίστωσαν ότι επρόκειτο –ευτυχώς!- για μια απλή «παρέμβαση» της ‘Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος κατά της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ.

Παράλληλα, στους δρόμους κυκλοφορούσε ένα άσχημα στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο, με ανάλογο μήνυμα, σκοπεύοντας προφανώς στο να σοκάρει τους θαμώνες των μπαρ της περιοχής.

Πρωτότυπη και σίγουρα αξιέπαινη η προσπάθεια, αν και δε ξέρουμε τι αντιδράσεις προκάλεσε. Αν, δηλαδή, οι οδηγοί χαμογέλασαν με το έξυπνο τρυκ της ψεύτικης κλήσης και αναρωτήθηκαν αν όντως θα ήταν καλύτερα ν'αφήσουν το αυτοκίνητο μιας κι έχουν πιεί ένα ποτήρι παραπάνω ή…σιχτίρισαν τους εμπνευστές της που...απείλησαν -έστω  προσωρινά -να χαλάσουν τη διασκέδαση τους, κι έφυγαν για να συνεχίσουν απτόητοι τη βραδιά τους, γκαζώνοντας με νόημα...

Θα μπορούσε, βέβαια, κάποιος να ισχυρισθεί ότι μερικοί μαγαζάτορες της ως άνω περιοχής έχουν δώσει από μόνοι τους τη λύση στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, κρατώντας τις τιμές των ποτών στα ύψη (…μα, 9 Ευρώ το ‘απλό’ ουίσκυ, ρε παιδιά;!...).

Πέρα όμως από τις διάφορες κατά καιρούς εκστρατείες –επιτυχημένες ή όχι – όσο και τα εισπρακτικού χαρακτήρα σχετικά πρόστιμα, όσο δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για να μην πάρει ο νεοέλληνας – ιδίως ο νεαρός -το αυτοκίνητό του στην βραδινή του έξοδο, δεν βλέπω ν’αλλάζει κάτι στις (κακές) συνήθειές μας.

Κι αυτή η πρόταση δεν μπορεί να είναι άλλη από το διευρυμένο ωράριο στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Διαφορετικά, ο φίλος μας ‘η οδηγάρα’ που παρότι έχει πιει…τ’άντερά του, δηλώνει πως αισθάνεται ‘μια χαρά’, δε θα διστάσει να καθήσει  στο τιμόνι. Με τα γνωστά επακόλουθα.