Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

"Μπερνάρντα, Σκύλα είσαι δίχως άντρα"...

«Στην εκκλησία, οι γυναίκες δεν πρέπει να κοιτάνε άλλον άντρα, εκτός απ΄τον παπά, κι αυτόν επειδή φοράει φουστάνια.»
Σε αυτήν τη φράση θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει τη βάση πάνω στην οποία η Μπερνάρντα Άλμπα έχει αποφασίσει ν'αναθρέψει τις πέντε κόρες της.

Καταπιεστική και αυταρχική, η Μπερνάρντα ενσαρκώνει τη φιλοσοφία μιας κλειστής αγροτικής κοινωνίας, όπου η τιμή της γυναίκας -κατά πρώτον- και, οι ταξικές διαφορές στη συνέχεια, έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία από το δικαίωμα στον έρωτα, και κατ’επέκταση στην ίδια την ατομική ελευθερία.

Οι κόρες της, έγκλειστες, καταδικασμένες από τη μητέρα-τύραννο σε οκταετές πένθος για το θάνατο του πατέρα τους, βλέπουν τη ζωή να περνά έξω «από την αυλή τους». Λαχταρούν να το σκάσουν, να ζήσουν ελεύθερες από την αφόρητη καταπίεση, αλλά ξέρουν ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βρεθεί γαμπρός. Τι κρίμα όμως που στο χωριό τους, υπάρχει μόνο ένας νεαρός άνδρας «άξιος» να πατήσει «το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Τα αισθήματα που θα γεννηθούν σε τρείς από τις κόρες για τον Πέπε Ρομάνο θα ζωντανέψουν για λίγο το σπίτι. Ο έρωτας όμως αναπόφευκτα θα φέρει την αντιζηλία, η αδελφική αγάπη θα δοκιμασθεί από το πάθος και τελικά η «σιωπή» θα επανέλθει με τραγικό τρόπο.

Πρώτη φορά βρέθηκα «αντιμέτωπος» ως θεατής με το αριστούργημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα,που έμελλε να ήταν και το τελευταίο του έργο καθώς τρείς περίπου μήνες από την ολοκλήρωσή του, τον Μάιο του 1936, θα δολοφονηθεί από οπαδούς του Φράνκο.

Την παράσταση του «Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας» σκηνοθέτησε ο κ. Σπύρος Λιβαθηνός, τη δουλειά του οποίου είχα πρωτοθαυμάσει πριν από δέκα ακριβώς χρόνια στα «Οικόπεδα με Θέα» του Ντ. Μάμετ.

Όταν διάβασα ότι ο κ.Λιβαθηνός παρήγγειλε νέα μετάφραση στην κα. Έφη Γιαννοπούλου –και δε θέλησε να χρησιμοποιήσει την κλασική του Ν. Γκάτσου, κατάλαβα ότι είχε σκοπό να «πειράξει» το έργο, να το «εκμοντερνίσει». Τολμηρό εγχείρημα.

Αναγκασμένος, πιθανώς, και από τις ανάγκες του συγκεκριμένου θεάτρου, όπου η σκηνή περιβάλλεται από καθίσματα θεατών, σκηνοθέτησε ένα «σπίτι» ζωντανό, «δυνατό». Δεν επιχείρησε να φτιάξει ένα ασφυκτικό χώρο – πιθανώς γιατί δεν μπορούσε. Αλλά με τη διαρκή κίνηση –κυρίως- των θυγατέρων, θέλησε να δείξει τη δύναμη της νιότης και των συναισθημάτων.

Τα ευρήματά του άλλοτε λειτουργούσαν και άλλοτε όχι. Παράδειγμα θετικό; Η γούρνα της αυλής. Aρνητικό; το σαλάμι και το ψωμί που τρώει η υπηρέτρια κατά το κείμενο, έχει μεταβληθεί εδώ σε καλοσχηματισμένο λουκάνικο.

Τα σκηνικά της κας. Ελένης Μανωλοπούλου, πάλι, δεν ακολούθησαν καθόλου τις σκηνικές οδηγίες. Οι γυμνοί τοίχοι «γέμισαν» λουλούδια παραπέμποντας στον επιτάφιο.Πολύ έξυπνο, αλλά λίγο υπερβολικό. Τα κοστούμια της ίδιας, όμορφα σε γενικές γραμμές. Αλλά γιατί η Μαγδαλένα της κα. Μπρέμπου να φοράει παντελόνι; Αυτές οι λεπτομέρειες, που λίγο μετρούν ουσιαστικά, δίνουν την αίσθηση ότι γίνονται για χάρη εντυπωσιασμού και μόνο, αφαιρώντας έτσι λίγη από τη μαγεία του τελικού αποτελέσματος.

Το οποίο τελικό αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά σε αφήνει παραπονεμένο. Κυρίως χάρη στις περισσότερες ερμηνείες. Η Ανγκούστιας της κας. Τζίνης Παπαδοπούλου είναι άψογη ως άβγαλτη γεροντοκόρη που βλέπει την τελευταία της ελπίδα για «σωτηρία» να χάνεται μέσα από τα χέρια της.

Ευχάριστη έκπληξη η –άγνωστη σε μένα- κα. Λουκία Μιχαλοπούλου στον πολύ απαιτητικό ρόλο της γεμάτης πάθος, μικρότερης κόρης, Αδέλας.

Η κα. Σμαράγδα Σμυρναίου έξοχη στον ‘άκρως ποιητικό’ ρόλο της γιαγιάς των κοριτσιών – αν κι ελαφρώς αδικήθηκε από τα κοστούμια της.

Η κα. Εκάβη Ντούμα παίζει υποδειγματικά την Αμέλια, το υποταγμένο κοριτσάκι που παραμένει μετρημένη και κλεισμένη στον εαυτό της.

Συνολικά, μια, κατά τη γνώμη μου, αξιοπρεπέστατη παράσταση ενός μεγάλου έργου.

***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου